Δευτέρα, Μαΐου 02, 2011

Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος (2)


Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ’ αιώνος έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους (2) 
Ιωάννης Χασιώτης
Ομότιμος Καθηγητής στον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.

(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)

Οικονομικές και κοινωνικές αναταράξεις
Η οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας δεν ήταν πάντοτε ανοδική. Οι Αυστροτουρκικοί και ιδιαίτερα οι Ρωσοτουρκικοί Πόλεμοι, ακόμη και όταν διεξάγονταν μακριά από την Μακεδονία, επηρέαζαν αρνητικά και το εμπόριο και τις παραγωγικές γενικά δραστηριότητες των κατοίκων της.
Καταρχήν διέκοπταν τις χερσαίες ή και τις θαλάσσιες ακόμα επικοινωνίες. Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για την κίνηση του εμπορίου στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων, είναι ενδεικτικές για τις παλινδρομήσεις αυτές: Στα 1715 π.χ., η συμμετοχή εμπόρων στις εμποροπανηγύρεις της Θεσσαλονίκης ήταν εξαιρετικά περιορισμένη και η κίνηση στο λιμάνι υποτονική. Στα 1738, οι αυθαιρεσίες των οθωμανικών στρατευμάτων που κατευθύνονταν προς τα βορειοβαλκανικά μέτωπα, είχαν αναγκάσει τους κατοίκους αρκετών χωριών της Κεντρικής Μακεδονίας να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1768-1774, το εσωτερικό εμπόριο της Θεσσαλονίκης είχε σταματήσει σχεδόν ολοκληρωτικά και η κίνηση εμπορικών σκαφών στο βόρειο Αιγαίο θεωρούνταν εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Το ίδιο συνέβη και στον πόλεμο των Αυστριακών και των Ρώσων εναντίον των Οθωμανών, στα 1787-1792: όχι μόνον διεκόπησαν οι χερσαίες συγκοινωνίες στη Βαλκανική, αλλά είχε παραλύσει και η ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο. Αλλά το εμπόριο στη Θεσσαλονίκη επηρεαζόταν αρνητικά ακόμη και από πολεμικές συγκρούσεις στη Δυτική Ευρώπη. Ο πόλεμος π.χ. για την διαδοχή του αυστριακού θρόνου (1741-1748) προκάλεσε την ολοκληρωτική διακοπή του ναυτικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης. Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια του Επταετή Πολέμου (1755-1763): οι Άγγλοι και οι Έλληνες κουρσάροι συνεργάτες τους είχαν ουσιαστικά αχρηστεύσει με τη δράση τους την διακίνηση προϊόντων στη Μεσόγειο, τουλάχιστον εκείνη που πραγματοποιούνταν με πλοία που είχαν γαλλική σημαία.
Αλλά οι ανώμαλες καταστάσεις που προκαλούσαν οι πόλεμοι είχαν και άλλα, περισσότερο μακροπρόθεσμα, αποτελέσματα στον μακεδονικό χώρο: Αναζωπύρωναν την ενδημική, ούτως ή άλλως, ληστρική δραστηριότητα Τουρκαλβανών ατάκτων. Την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία στην βορειοδυτική ελληνική Χερσόνησο των Αλβανών μισθοφόρων που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατάπνιξη της Ελληνικής Επαναστάσεως στην Πελοπόννησο, στα 1770. Περιφερόμενοι ανέστιοι, αλλά ένοπλοι και ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι, στην μακεδονική ύπαιθρο, καταδυνάστευαν με τις αρπαγές και τις αυθαιρεσίες τους τους κατοίκους (Χριστιανούς και Μουσουλμάνους), προκαλώντας όχι μόνο την καταστροφή απομονωμένων ορεινών οικισμών αλλά και τον μαρασμό κωμοπόλεων ή και πόλεων ακόμα (όπως συνέβη π.χ. με την έως τότε ανθηρή Mοσχόπολη, που οδηγήθηκε στην παρακμή εξαιτίας των επανειλημμένων λεηλασιών της, μεταξύ του 1769 και του 1789). Oι επιδρομές αυτές είχαν αρχίσει σε ορισμένες περιοχές της Ηπείρου ήδη από τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος. Αλλά από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος, το φαινόμενο απλώθηκε σε μεγαλύτερη γεωγραφική έκταση, που περιέλαβε μεγάλα τμήματα της Ηπείρου και ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Μακεδονία. Για την πρωτοφανή αυτή -ακόμα και με τα δεδομένα της εποχής- έξαρση της ληστείας ευθύνονταν κυρίως η έλλειψη ελέγχου εκ μέρους της εξασθενημένης κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, η οποία ήταν πια ανίκανη να αποτρέψει όχι μόνο τη δράση των Μουσουλμάνων ατάκτων -Αλβανών στην πλειονότητά τους- αλλά και την σταδιακή ανάδειξη των ηγετών τους σε αυτονομημένους τοπάρχες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Αλή Πασά τον Τεπελενλή (1744-1822).
Μέσα στο πνιγηρό εκείνο κλίμα της ασυδοσίας και της αναρχίας, ένα τμήμα του χριστιανικού πληθυσμού της Mακεδονίας αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τις προγονικές του εστίες και να αναζητήσει νέες και ασφαλέστερες πατρίδες. Το μεγαλύτερο τμήμα του κατευθυνόταν προς τις μεγάλες πόλεις της Δυτικής και περισσότερο της Κεντρικής και της Ανατολικής Mακεδονίας (προς τη Bέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα, τις Σέρρες κ.ά.). Τοπικές παραδόσεις συνδέουν την ανάπτυξη ορισμένων επαρχιακών κέντρων, π.χ. της Σιάτιστας και της Κοζάνης, με την εγκατάσταση σ' αυτές φυγάδων από άλλες -άλλοτε ανθηρές, αλλά τώρα λεηλατημένες- μακεδονικές πόλεις και κωμοπόλεις. H μετεγκατάσταση, επίσης, στη Θεσσαλονίκη κατοίκων από επαρχίες που είχαν περιέλθει στην δικαιοδοσία του Αλή Πασά και των γιων του, αύξησε, όπως αναφέρθηκε ήδη, τον αστικό πληθυσμό της μακεδονικής πρωτευούσης. Παράλληλα, ένα τμήμα του μακεδονικού πληθυσμού, που υπέφερε από την εξάπλωση της αρβανιτοκρατίας, στράφηκε προς την Ανατολική Θράκη, την Kωνσταντινούπολη ή ακόμα και τη Mικρά Aσία. Τέλος, αρκετοί από τους κατοίκους των κατεστραμμένων μακεδονικών χωριών και κωμοπόλεων επέλεξαν τον δρόμο της μεταναστεύσεως προς τις συγκροτημένες ήδη ελληνικές εστίες της Βόρειας Bαλκανικής και της Κεντρικής Eυρώπης. Οι τελευταίες αυτές μετοικεσίες -που συνδυάστηκαν βέβαια και με τις θετικές προοπτικές για το μεταπρατικό εμπόριο των Ελλήνων στις χώρες υποδοχής- ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την εμπορική παρουσία του δυτικομακεδονικού στην πλειονότητά του στοιχείου σε μερικά αναπτυσσόμενα αστικά κέντρα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (στο Σεμλίνο, το Κάρλοβιτς, το Μπούκοβαρ, το Βελιγράδι, το Νόβισαντ, την Κράινα, το Ζάγκρεμπ, τη Βούδα και την Πέστη, το Κέσκεμετ Βατς, το Μισκόλτς, το Σιμπίου, το Μπρασόβ, την Τεργέστη, τη Βιέννη κ.ά.).
Ορισμένοι, ωστόσο, από τους κατοίκους μερικών ορεινών χωριών της Δυτικής και της Κεντρικής ακόμα Μακεδονίας, μη αντέχοντας την κακοδαιμονία και την εξαθλίωσή τους (που την απέδιδαν στις φορολογικές αυθαιρεσίες των Μουσουλμάνων τοπαρχών και της οθωμανικής κακοδιοικήσεως), διάλεγαν στην απόγνωσή τους τη λύση της εξωμοσίας.
Tο φαινόμενο των εξισλαμισμών, που είχε περιορισθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος, άρχισε και πάλι να κάνει την εμφάνισή του στα τέλη του ΙΖ΄, με την μαζική σχεδόν εξωμοσία των χωριών της δυτικομακεδονικής περιοχής της Ανασελίτσης ή ακόμα και κατά τον ΙΗ΄ αιώνα, όπως π.χ. συνέβη με τους κατοίκους του χωριού Νότια της περιοχής των Μογλενών, στα 1759. Oι όψιμοι αυτοί εξισλαμισμοί, παρά τον τοπικό τους χαρακτήρα, προκαλούσαν κοινωνική, πολιτισμική και ιδεολογική διάσπαση ενός σημαντικού τμήματος της ελληνορθόδοξης κοινότητος, προπάντων μέσα στις ίδιες τις επιμέρους εθνοτικο-γλωσσικές ομάδες της μακεδονικής περιφερείας. Γι' αυτό και η ηγεσία της Eκκλησίας προσπάθησε, όπως ήταν επόμενο, να ανακόψει τις εξελίξεις αυτές, κυρίως μέσω της παιδείας και του κηρύγματος, αποβλέποντας και πάλι (όπως στους δύσκολους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας) στην διασφάλιση του ποιμνίου από τον θρησκευτικό του ακρωτηριασμό. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής θα πρέπει να εντάξουμε και την ιεραποστολική δραστηριότητα που, με την ενθάρρυνση του Oικουμενικού Πατριαρχείου, αναπτύχθηκε κατά τον ΙΗ΄ αιώνα στις απειλούμενες από τον εξισλαμισμό περιοχές από μερικούς τοπικούς λογίους κληρικούς (π.χ. τον Mοσχοπολίτη Nεκτάριο Tέρπο στα μέσα του αιώνα) και, κυρίως, από γνωστούς ιεροκήρυκες της Mεγάλης Eκκλησίας. Aνάμεσά τους εντάσσεται και μία από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες του ελληνορθοδόξου κόσμου κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας: ο Kοσμάς ο Aιτωλός (1714-1779). O Kοσμάς διέτρεξε για πάνω από είκοσι χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του 1760 έως τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, ολόκληρη την αρβανιτοκρατούμενη Δυτική Mακεδονία και την Ήπειρο -Βόρεια και Νότια- πασχίζοντας, με το ένθερμο και απλό του κήρυγμα, με το άνοιγμα υποτυπωδών σχολείων και το χτίσιμο εκκλησιών, να ανακόψει το πέρασμα των απαιδεύτων και εξαθλιωμένων κατοίκων από την Χριστιανική πίστη στο Iσλάμ. Tα στοιχεία που διαθέτουμε για τις ιεραποστολικές του περιοδείες και τις περίφημες «Διδαχές» του είναι άφθονα και ποικίλα, αλλά όχι πάντοτε ακριβή και τεκμηριωμένα. Iδιαίτερα προβληματικές είναι οι πληροφορίες του πλήθους των «ενθυμήσεων» και των καταγεγραμμένων τοπικών παραδόσεων για το «πέρασμα του Πατροκοσμά» από πολλά και διάφορα σημεία της μακεδονικής υπαίθρου. Ωστόσο, ακόμη και οι μαρτυρίες του είδους αυτού, σε συνδυασμό με το σωζόμενο λαϊκό εικονογραφικό υλικό, έχουν την ιστορική τους σημασία: υπογραμμίζουν οπωσδήποτε την έκταση, τη σημασία και την απήχηση που είχε το κήρυγμα του Kοσμά σε ολόκληρη την βορειοδυτική ελληνική Χερσόνησο και ιδιαίτερα στη Δυτική Μακεδονία.

Κοινοτική οργάνωση
Η κοινοτική οργάνωση στη Μακεδονία εμφανίζεται κατά τον ΙΗ΄ αιώνα ενισχυμένη σε σχέση με τα δείγματα που έχουμε για τις προγενέστερες περιόδους, ακόμα και για τον ΙΖ΄ αιώνα. Αυτό θα πρέπει να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, εξωτερικούς, που συνδέονταν με την οθωμανική εξουσία και εσωτερικούς, που είχαν σχέση με τις εξελίξεις στο εσωτερικό των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων. Στους πρώτους θα πρέπει να εντάξουμε και την οθωμανική παρακμή. Η μείωση του κρατικού ελέγχου στην περιφέρεια, παρ' όλο που εξέθρεψε, όπως είδαμε, φαινόμενα αναρχίας και αυθαιρεσίας, συνετέλεσε μάλλον στην ενίσχυση των τοπικών κοινοτικών οργάνων, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκαλούσε η απραξία της τοπικής εξουσίας. Η καθιέρωση π.χ. της εκμισθώσεως των δημοσίων προσόδων και των φορολογικών μηχανισμών μετέθεσε αναγκαστικά ένα μέρος των αρμοδιοτήτων της ανίκανης συχνά οθωμανικής διοικήσεως στους ηγέτες (κεχαγιάδες) των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων. Σε μερικές περιπτώσεις, οι κοινότητες αναλάμβαναν και ρόλους που ξεπερνούσαν τα όρια των παραδοσιακών δικαιοδοσιών τους. Στα Σιδεροκαύσια π.χ. της Χαλκιδικής, οι εκπρόσωποι (βεκίληδες) των 12 «Μαντεμοχωρίων» κατάφεραν να συστήσουν -με σουλτανική έγκριση- έναν οργανωμένο συνεταιρισμό, που ανέλαβε την εκμετάλλευση των εκμισθωμένων από την Πύλη μεταλλείων της περιοχής. «Συνομοσπονδιακή» μορφή είχε και η κοινοτική οργάνωση στο «βοεβοδαλίκι» των 15 «Χασικοχωρίων» του Πολυγύρου και στα χωριά του «ναχιέ» της Κασσάνδρας. Γενικά, στα κοινοτικά πράγματα του ΙΗ΄ αιώνος παρατηρείται διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των παραδοσιακών κοινοτικών ηγεσιών (των προεστώτων, προυχόντων, δημογερόντων και των ιδιόμορφων κατά περιοχές συμβουλίων τους), οι οποίες καλούνταν να καλύψουν την αδυναμία της οθωμανικής διοικήσεως να αντιμετωπίσει τις νέες πραγματικότητες που δημιουργούσε στη Μακεδονία η δημογραφική και, κυρίως, η οικονομική της εξέλιξη.
Ο ρόλος του επιχώριου μητροπολίτου ή επισκόπου, ο οποίος προΐστατο των κοινοτικών οργάνων (προπάντων στις αποφάσεις δικαστικού χαρακτήρος), εξακολουθούσε να είναι θεσμικά αδιαμφισβήτητος. Ωστόσο, η οικονομική και κοινωνική άνοδος των εμπόρων και των βιοτεχνών, προπάντων στις περιπτώσεις που αυτοί οργανώνονταν σε συντεχνίες, «εσνάφια» και «ρουφέτια», μεγάλωνε την επιρροή τους στα κοινοτικά πράγματα έναντι του εκπροσώπου της Εκκλησίας. Σταδιακά, λοιπόν, οι εκπρόσωποι των συντεχνιών άρχισαν να συμμετέχουν και στις δικαστικές λειτουργίες των κοινοτήτων τους. Στη Μοσχόπολη π.χ. των μέσων του ΙΗ΄ αιώνος ο ρόλος των συντεχνιών ήταν πρωταγωνιστικός στα κοινοτικά συμβούλια, ακόμη και στη συγκρότηση των κοινοτικών δικαστηρίων. Τελικά, οι επαγγελματικές συσσωματώσεις απέκτησαν αρκετή αυτονομία σε σχέση με τον τοπικό μητροπολίτη και με τα καθιερωμένα (8μελή, 12μελή ή και 20μελή) συμβούλια των δημογεροντιών. Η εξέλιξη αυτή επιβλήθηκε καταρχήν από τα πράγματα, αλλά συχνά καθιερωνόταν και με σουλτανικές αποφάσεις ή απλές γνωμοδοτήσεις της τοπικής οθωμανικής εξουσίας. Με σουλτανικό φιρμάνι π.χ. του 1773, απαγορεύθηκε η ανάμιξη τρίτων στις υποθέσεις των συντεχνιών της Δυτικής Μακεδονίας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αναδιανομή των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικών των κοινοτήτων προκαλούσε αναπόφευκτες τριβές και κοινωνικές αναταράξεις. Το φαινόμενο οφειλόταν άλλοτε στις παρεμβάσεις της οθωμανικής διοικήσεως και -συνηθέστερα- στις συνέπειες της επιταχυνόμενης από τα τέλη του ΙΖ΄ και τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος οικονομικής και κοινωνικής αναστρωμάτωσης του χριστιανικού πληθυσμού. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, οι προστριβές ανάμεσα στις εκκλησιαστικές αρχές και τους εκπροσώπους των εμπορικών και βιοτεχνικών συντεχνιών δεν ήταν σπάνιες. Oυσιαστικά επρόκειτο για τον ανταγωνισμό -οξύ, κατά τις πρώτες δεκαετίες του ΙΗ΄ αιώνος- μεταξύ των ανερχομένων λαϊκών «αρχόντων» και του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης, για την οικονομική διαχείριση της κοινότητος και για την ευθύνη της λειτουργίας των αγαθοεργών της ιδρυμάτων. Πάντως, οι διενέξεις αυτές δεν δίχασαν επικίνδυνα το ελληνορθόδοξο στοιχείο, όπως συνέβη π.χ. με την εβραϊκή κοινότητα.
Στην απονομή, πάντως, της δικαιοσύνης, η θέση των κατά τόπους αρχιερέων εξακολουθούσε να είναι κυρίαρχη. Εξάλλου, μέσα στην ελληνορθόδοξη κοινότητα τηρούνταν για αιώνες η βυζαντινή νομοκανονική παράδοση, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί με ειδικά κείμενα των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας αλλά και πατριαρχικές και επισκοπικές «κανονικές διατάξεις», «κανονικές αποκρίσεις» και «βεβαιωτήρια», αρκετά από τα οποία προέρχονταν από επιχώριους νομομαθείς ιεράρχες. Σημαντικό ρόλο, επίσης, είχε και το πατροπαράδοτο δίκαιο των τοπικών εθίμων.
Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος άρχισε να χρησιμοποιείται, σε ορισμένες τουλάχιστον μακεδονικές κοινότητες -και παράλληλα με τις παλαιότερες χειρόγραφες νομοκανονικές συλλογές- και η μεταγλωττισμένη σε δημώδη γλώσσα και τυπωμένη στη Βενετία στα 1744 Εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Προς τα τέλη του αιώνα, χρησιμοποιούνταν επίσης -τουλάχιστον στην Κεντρική Μακεδονία- και το Νομικόν ενός τοπικού ιερωμένου, του Επισκόπου Καμπανίας (Κουλακιάς) Θεοφίλου (†περ. 1795).
Οι κοινότητες της Μακεδονίας λειτουργούσαν κατά κανόνα με βάση «άγραφους νόμους». Υπάρχουν, ωστόσο, και περιπτώσεις -που χρονολογούνται μάλιστα στην πρώιμη Τουρκοκρατία- στις οποίες οι πρωτοβουλίες ορισμένων κοινοτικών συμβουλίων στηρίζονταν «νομικά» είτε στο καθεστώς αυτονομίας που είχε εξασφαλίσει η πόλη ή η περιοχή τους κατά την εποχή της κατάκτησης, είτε σε αποφάσεις του τοπικού Μουσουλμάνου ιεροδίκη (καδή) είτε και σε ειδικά σουλτανικά έγγραφα. Για να μειώνονται, πάντως, οι προστριβές των κληρικών και των πατροπαράδοτων δημογερόντων με τις ανερχόμενες νέες κοινωνικές τάξεις αλλά και για να μη δίνονται αφορμές για εξωτερικές -κρατικές κυρίως- παρεμβάσεις, οι ηγεσίες των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων και των αντιστοίχων συντεχνιών φρόντιζαν να κωδικοποιούν τις αρμοδιότητές τους με ειδικούς κοινοτικούς κανονισμούς, που καταστρώνονταν συχνά ύστερα από γενικές συνελεύσεις των κατοίκων. Η σύνταξη, πάντως, των κανονισμών αυτών ήταν περιορισμένη, τουλάχιστον έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος. Στα πρώτα συστηματικά κατεστρωμένα καταστατικά συγκαταλέγεται και το Σύστημα ή Διαταγαί της ελληνορθόδοξης κοινότητος του Μελενίκου, που εγκρίθηκε στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος «κατά κοινήν ψήφον απάσης της συνελεύσεως» και από τα έξι «εσνάφια» της πόλεως (των βαφέων, των χρυσοχόων, των γουναράδων, των ραπτάδων, των παπουτσάδων και των μπακάληδων). Το Σύστημα, το πιο προωθημένο κείμενο κοινοτικής οργανώσεως στην προεπαναστατική Μακεδονία, στηριζόταν σε ένα κύριο σώμα εξουσίας: την ετήσια συνέλευση «από είκοσι νουνεχείς και φρονίμους αδελφούς πάσης τάξεως». Η συνέλευση εξέλεγε τρεις «επιτρόπους του κοινού» και τρεις «εφόρους», οι οποίοι με τη σειρά τους «διόριζαν» τους «επιτρόπους των ναών». Οι επιτροπές αυτές προνοούσαν για όλα τα βασικά ζητήματα της αυτοδιοικήσεως των Ελλήνων κατοίκων: την οικονομική διαχείριση των κοινών εσόδων (από δωρεές, τέλη στην βαμβακοπαραγωγή, ενοίκια από εκμισθώσεις ακινήτων που ανήκαν στην κοινότητα κλπ.). Είχαν, επίσης, την ευθύνη για την κοινωνική μέριμνα («της των ενδεών απάντων φιλανθρωποτέρας οικονομίας τε και κηδεμονίας») και για τη λειτουργία και την εποπτεία των σχολείων αλλά και των ναών. Η εκλογή ενοριακών επιτρόπων και η εποπτεία της λειτουργίας των ναών υπογραμμίζει προφανώς και την μετατόπιση ενός μέρους της δικαιοδοσίας του τοπικού μητροπολίτου στην ευθύνη λαϊκών αντιπροσώπων της κοινότητος.
Δεν έχει ακόμα μελετηθεί συστηματικά η επιρροή που άσκησαν στα κοινοτικά θέσμια οι εμπειρίες που απέκτησαν οι Μακεδόνες απόδημοι κατά την οργάνωση των δικών τους παροικιών. Είναι, πάντως, πιθανόν μερικές από τις διατάξεις που περιλαμβάνονταν στα παλαιότατα (μερικά του ΙΣΤ΄ αιώνος) καταστατικά (Statuti) των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων και Αδελφοτήτων (Comunità και Confraternita) της Δυτικής Ευρώπης, τα οποία αποτελούσαν συγκερασμό των κοινοτικών θεσμίων της γενέτειρας και των ειδικών κανόνων που ίσχυαν αναγκαστικά στις χώρες υποδοχής για την εκεί λειτουργία των ποικιλώνυμων θρησκευτικών, φιλανθρωπικών, επαγγελματικών και συντεχνιακών συσσωματώσεων, να πέρασαν και στη λειτουργία των κοινοτικών οργάνων της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας, προπάντων στους όρους που θεσμοθετούσαν τα δικαιώματα των λαϊκών έναντι της τοπικής εκκλησιαστικής αρχής. Δεν είναι τυχαίο ότι το Σύστημα ή Διαταγαί του Μελενίκου σχεδιάσθηκε και τυπώθηκε στη Βιέννη το 1813, με την ευθύνη ενός ευκατάστατου ανωνύμου Μελενικιώτη παροίκου («υπό φιλογενούς τινός και ευπατρίδου της αυτής πόλ[εως] διοργανωθείσαί τε και σχεδιασθείσαι και δαπάνη αυτού οικεία… εις φως αχθείσαι»).

(Συνεχίζεται)


Δεν υπάρχουν σχόλια: