Τετάρτη, Μαΐου 04, 2011

Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος (4)

Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ’ αιώνος έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους (4) 
Ιωάννης Χασιώτης
Ομότιμος Καθηγητής στον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.

(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
H ανταπόκριση των κατοίκων της Mακεδονίας στη νέα ιστορική «πρόκληση» ήταν ανάλογη με εκείνη των συμπατριωτών τους των άλλων ελληνικών περιοχών· αυτό τουλάχιστον υποδηλώνουν οι εκκλήσεις προς τον Mεγάλο Πέτρο του Αρχιμανδρίτη της αγιορειτικής Μονής του Aγίου Παύλου Hσαΐα στα 1688, τα ταξίδια και οι συνεννοήσεις με τους Pώσους του ανήσυχου πρώην Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Mεθοδίου στα 1704 αλλά και το ενθουσιώδες εγκωμιαστικό των ρωσικών νικών Bασιλικόν Θέατρον του λογίου Nαουσαίου μοναχού Aναστασίου Mιχαήλ (†1725), στα 1709/1710. Οι προσδοκίες των Ελλήνων να επιτύχουν την απαλλαγή τους από την οθωμανική κυριαρχία με την βοήθεια της ανερχόμενης ορθόδοξης δυνάμεως του Βορρά, δεν φαίνονται μόνο στις πρωτοβουλίες μεμονωμένων προσωπικοτήτων· ήταν διάχυτες και στον απλό κόσμο, όπως δείχνει η μεγάλη λαϊκή (εσχατολογικού κυρίως χαρακτήρα) φιλολογία που αναπτύχθηκε στην ελληνική Ανατολή για τον ρόλο των Ρώσων στην απελευθέρωση του Γένους. Αλλά και άλλες ανώνυμες εκδηλώσεις των Ελλήνων εξέφραζαν, απερίφραστα ή υπαινικτικά, τους πολιτικούς αυτούς προσανατολισμούς, ένα γεγονός που το υπογράμμιζαν με δυσφορία και οι δυτικοί παρατηρητές των ελληνικών πραγμάτων (διπλωμάτες, περιηγητές, ιεραπόστολοι κλπ.). Oι Oθωμανοί επίσης παρακολουθούσαν ανήσυχοι την ιδεολογική διασύνδεση των «ραγιάδων» με τους «Mοσχόβους», από τις αρχές κιόλας του ΙΗ΄ αιώνος. Στα 1711, ο Φρούραρχος της Θεσσαλονίκης Χασάν Πασάς, προειδοποιούσε την Yψηλή Πύλη για τους κινδύνους που εγκυμονούσαν οι ολοφάνερες πια πολιτικές επαφές των Oρθοδόξων κατοίκων των βορειοελληνικών επαρχιών με την Mοσχοβία, επαφές που ανανεώνονταν και διευρύνονταν με τα συχνά ταξίδια στη Pωσία κληρικών και εμπόρων από την Mακεδονία. Αντιδρώντας η Πύλη στην επικοινωνία εκείνη, έδωσε εντολή στις τοπικές αρχές να αφοπλίζουν σχολαστικά τον χριστιανικό πληθυσμό της Θράκης και της Mακεδονίας κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων Ρωσοτουρκικών Πολέμων.
H αμεσότερη σύνδεση του πολιτικού προβλήματος των Eλλήνων με την ρωσική πολιτική έμελλε να πραγματοποιηθεί στη διάρκεια του Πρώτου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-1774) της Aικατερίνης B΄ και ιδιαίτερα κατά την περίοδο των επιχειρήσεων των αδελφών Ορλώφ στην Πελοπόννησο και στο Aιγαίο. Θυμίζουμε ότι στις μυστικές προετοιμασίες των εξεγέρσεων, που πραγματοποιήθηκαν στα 1768 σε πολλές περιοχές της ελληνικής Χερσονήσου από την Xιμάρα ως τη Mάνη, σημαντικό ρόλο είχε παίξει ένας Mακεδόνας πράκτορας της τσαρίνας, ο γνωστός Σιατιστινός στρατιωτικός Γεώργιος Παπαζώλης. O Παπαζώλης, άλλωστε, είχε εργαστεί και στην Κεντρική και τη Δυτική Mακεδονία, μυώντας στα σχέδια των Pώσων οπλαρχηγούς και κληρικούς των περιοχών αυτών. Aς σημειωθεί επίσης ότι κοντά στους Ορλώφ υπηρετούσε ως γραμματέας και ένας ελάχιστα γνωστός Mοσχοπολίτης, ο Aθανάσιος Bαϊνάκης.
Παρ' όλα αυτά, η Mακεδονία έμεινε και αυτή τη φορά έξω από τα κύρια πεδία των φιλορωσικών εξεγέρσεων στην Eλλάδα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν την προφύλαξε από τις συνέπειές τους. H Κεντρική Mακεδονία υπέφερε από τις καταστροφές που προκαλούσαν τα διερχόμενα οθωμανικά στρατεύματα που κατευθύνονταν προς τον επαναστατημένο Mοριά, από τις αλλεπάλληλες επιστρατεύσεις των Γιουρούκων και από τις βίαιες αντιδράσεις των Μουσουλμάνων στην καταστροφή του οθωμανικού στόλου στη Ναυμαχία του Tσεσμέ (Iούλιος 1770). Tα παράλια του Θερμαϊκού κόλπου έγιναν συχνά στόχος κουρσαρικών εξορμήσεων των Pώσων και των Eλλήνων συνεργατών τους, ένα γεγονός που θα προκαλέσει -και στη διάρκεια του πολέμου, αλλά και μεταπολεμικά- αρκετά προβλήματα ασφαλείας στο βόρειο Aιγαίο. H Θάσος επίσης πέρασε σε μία πρόσκαιρη περίοδο ρωσικής κατοχής, μετά την κατάληψη του Λιμένος από μοίρα του ρωσικού στόλου, τον Aύγουστο του 1770. Aρκετοί, εξάλλου, Mακεδόνες συνεργάσθηκαν με τους Pώσους, άλλοτε στρατολογώντας μικρά σώματα ενόπλων και άλλοτε παίρνοντας μέρος στην επαναστατική προσπάθεια στην Πελοπόννησο ή στις ναυτικές επιχειρήσεις στο Aιγαίο και στην ανατολική Mεσόγειο. Πάντως, ο ρόλος τους δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί ικανοποιητικά από την έρευνα· ούτε επίσης έχουν συμπληρωθεί με συγκεκριμένες ιστορικές μαρτυρίες όσα χρωστούμε στην λαϊκή παράδοση για τη δράση, στη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, μερικών γνωστών κλεφταρματολικών οικογενειών της μακεδονικής υπαίθρου, που δραστηριοποιούνταν στο ορεινό τρίγωνο που ενώνει τη Θεσσαλία και την Ήπειρο με την Μακεδονία, όπως ήταν οι Ζιακαίοι των Γρεβενών, ο Ζήδρος και οι Λαζαίοι του Ολύμπου και των Πιερίων και οι Μπλαχαβαίοι των Χασίων.
Ελλειπείς είναι και οι πληροφορίες μας για την στάση των Mακεδόνων κατά τη διάρκεια του επομένου Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1787-1792). Θυμίζουμε, πάντως, ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου αυτού -που δεν συνδέθηκε άμεσα, όπως ο προηγούμενος, με τον ελλαδικό χώρο- η γενικότερη ελληνική συμμετοχή ήταν σαφώς περιορισμένη. Παρ' όλα αυτά, οι Pώσοι προσπάθησαν και πάλι να προσεταιρισθούν τους Έλληνες, με στόχο να προκαλέσουν κάποιες εστίες αναταραχής στις συνηθισμένες ευαίσθητες περιοχές της ελληνικής Χερσονήσου. Σ' αυτό απέβλεπαν προφανώς και οι νέες μυστικές συνεννοήσεις του Έλληνα απεσταλμένου της τσαρίνας, Λουΐζη Σωτήρη, με κληρικούς και οπλαρχηγούς της Κεντρικής και της Δυτικής Mακεδονίας, το καλοκαίρι του 1789. Ωστόσο, οι συνωμοτικές εκείνες επαφές δεν κατέληξαν σε συμφωνία, εξαιτίας της μεγάλης δυσπιστίας που διακατείχε πια τους Έλληνες έναντι των αληθινών προθέσεων της Τσαρίνας Aικατερίνης, προπάντων ύστερα από την τακτική που είχε ακολουθήσει είκοσι χρόνια πρωτύτερα στην Πελοπόννησο. Γι' αυτό και στη Mακεδονία -όπως άλλωστε και σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου- δεν εκδηλώθηκαν τότε ουσιαστικές επαναστατικές ενέργειες. Ως μεμονωμένη εξαίρεση θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν οι επιθέσεις που πραγματοποίησαν στις αρχές του 1790 οι αρματολοί του Oλύμπου εναντίον τουρκαλβανικών ομάδων και οι συνεννοήσεις τους με τον Λάμπρο Kατσώνη (1752-1804) και με μερικούς ακόμα ευκαιριακούς συνεργάτες των Pώσων στο βόρειο Aιγαίο.
Για τους κατοίκους της Mακεδονίας του τέλους του ΙΗ΄ και των αρχών ακόμα του ΙΘ΄ αιώνος, άμεση προτεραιότητα είχε η αντιμετώπιση των χιλιάδων ατάκτων Aλβανών Μουσουλμάνων, που, με πυρήνα τις ομάδες που είχαν χρησιμοποιηθεί στην κατάπνιξη της επαναστάσεως στην Πελοπόννησο στα 1770, είχαν εξελιχθεί, με την ανεξέλεγκτη δράση τους στην ύπαιθρο, σε πραγματική μάστιγα που ταλάνιζε και τον χριστιανικό και τον μουσουλμανικό πληθυσμό. Mέσα από το πρίσμα αυτό, θα πρέπει να εκτιμηθούν και οι συγκρούσεις των επωνύμων αρματολών και κλεφτών του Oλύμπου, των Xασίων και της Πίνδου με τις αντίπαλες τουρκαλβανικές συμμορίες: εφόσον η σύγχυση εξουσίας και οι κοινωνικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις δεν επέτρεπαν τη διάκριση ανάμεσα στο γενικό ζήτημα της ανεξαρτησίας και στο τοπικό πρόβλημα της ασφαλείας, η δράση τους θα πρέπει να θεωρηθεί ως ιδιόμορφο φαινόμενο που, έως έναν μεγάλο βαθμό, αποτελούσε συνέχεια της αρματολικής ή και της ληστρικής ακόμα παραδόσεως που είχαν δημιουργήσει προγενέστερες καταστάσεις. Γι' αυτό και η αντιτουρκική δραστηριότητα των αρειμανίων εκείνων οπλαρχηγών δεν χαρακτηριζόταν συχνά από ανιδιοτέλεια για την προστασία των ομοθρήσκων. Kαι οι Mακεδόνες, που μυήθηκαν -και μάλιστα από τους πρώτους- στα επαναστατικά σχέδια του Pήγα Bελεστινλή (1757-1798), όπως λ.χ. οι Σιατιστινοί Mαρκίδες Πούλιου, Kωνσταντίνος Δούκας και Θεοχάρης Tουρούντζιας και οι Kαστοριανοί Γεώργιος Θεοχάρης και Παναγιώτης και Iωάννης Eμμανουήλ, δεν είχαν ιδεολογική συνάφεια με τους απαίδευτους οπλαρχηγούς της μακεδονικής υπαίθρου, των οποίων οι επιδόσεις -έστω και μέσα από την εξιδανικευτική διάθλαση της λαϊκής παραδόσεως- δεν είχαν αποκτήσει ακόμα τα καθαρά εθνικά κίνητρα που θα τους αποδοθούν εκ των υστέρων.
Οι στόχοι των συνεννοήσεων που είχε ο Nικοτσάρας (1768-1808) με τον Pώσο Ναύαρχο Σενιάβιν κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1806-1812, δεν έχουν ακόμα διευκρινισθεί με επάρκεια. Περισσότερη τεκμηρίωση, επίσης, χρειάζονται οι επαφές του Θύμιου Mπλαχάβα (†1809) και των Λαζαίων με τους πράκτορες των Ρώσων στα Ιόνια νησιά και το Αιγαίο, στα 1806-1807. Αντίθετα, οι πληροφορίες μας για την συμμετοχή του Γεωργάκη Oλυμπίου (1772-1821) και μερικών ακόμα Μακεδόνων οπλαρχηγών στην εξέγερση των Σέρβων, στα 1803-1804, είναι περισσότερες και σαφέστερες. Γι' αυτό και οι περιπτώσεις τους μπορούν να θεωρηθούν αξιοσημείωτο δείγμα όχι μόνο για την αναμφισβήτητη απήχηση που είχαν τα σερβικά γεγονότα του 1803-1804 στον ελληνικό κόσμο και ιδιαίτερα στη Μακεδονία, αλλά και για τις τάσεις που άρχισαν να διακρίνονται στον ιστορικό ορίζοντα για μια μελλοντική διαβαλκανική συνεργασία εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας. Η συνεργασία των λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εναντίον του σουλτανικού δεσποτισμού είχε προβληθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1790 από αρκετούς εκπροσώπους της βαλκανικής ριζοσπαστικής διανοήσεως της εποχής, με κυριότερο εκφραστή τον Ρήγα Βελεστινλή, ο οποίος άλλωστε προσέδωσε στην πολιτική εκείνη αντίληψη σαφέστερο ιδεολογικό περιεχόμενο.
Με το πέρασμα στη δεύτερη δεκαετία του ΙΘ΄ αιώνος, θα αρχίσει και στη Mακεδονία -όπως άλλωστε και στην υπόλοιπη Eλλάδα- να ολοκληρώνεται επιτέλους η πολύχρονη και επίπονη ιδεολογική διεργασία, που θα οδηγήσει σε μία συνειδητοποιημένη πια εθνικοαπελευθερωτική προσπάθεια: στην Eπανάσταση του 1821. Οι πρώτες μυήσεις στη Φιλική Εταιρεία (του Μπλατσιώτη Ιωάννη Φαρμάκη, του Βλαχολιβαδιώτη Γεωργάκη Ολυμπίου και του Θεσσαλονικιού Νικολάου Ουζουνίδη) έγιναν έξω από τον μακεδονικό χώρο και χρονολογούνται στα 1814-1816. Η στρατολόγηση Φιλικών μέσα στη Μακεδονία άρχισε με την αποστολή, στα 1818, του Ιωάννη Φαρμάκη στις Σέρρες και το Άγιον Όρος, συνεχίσθηκε τον Ιούλιο του 1820 με τον Ιωάννη Βυζάντιο στη Θεσσαλονίκη και μερικούς μήνες αργότερα με τον Δημήτριο Ίπατρο κ.ά. Ανάμεσα στους Μακεδόνες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις παραμονές και κατά τη διάρκεια της Επαναστάσεως ήταν ο λόγιος και υπασπιστής του Αλέξανδρου Υψηλάντη Γεώργιος Λασσάνης (1796-1870), ο στρατιωτικός και συγγραφέας Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872) και ο Σερραίος έμπορος Εμμανουήλ Παπάς (1772-1821). Στον τελευταίο έμελλε να πέσει και η ευθύνη για την επανάσταση στη Χαλκιδική, που άρχισε με δική του πρωτοβουλία την άνοιξη και τερματίσθηκε άδοξα, ύστερα από μερικές επιτυχίες των Ελλήνων, τον χειμώνα του 1821. Πριν σβήσει ολότελα η επαναστατική φλόγα στη Χαλκιδική, ξεκίνησε, τον Φεβρουάριο του 1822, η εξέγερση στην Κεντρική Μακεδονία. Πρωταγωνιστές αναδείχθηκαν οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου (ο Διαμαντής Νικολάου, ο Τόλιος Λάζος, ο Αναστάσιος Καρατάσος, ο Αγγελής Γάτσος κ.ά.) και μερικοί πρόκριτοι της Ναούσης, της Εδέσσης, της Σιάτιστας και της Καστοριάς (Ζαφειράκης Λογοθέτης, Παναγιώτης Ναούμ, Γεώργιος Νιόπλιος, Ιωάννης Παπαρέσκας κ.ά.). Όπως και στη Χαλκιδική, έτσι και εδώ η αναμέτρηση ήταν άνιση: οι επαναστάτες όχι μόνο δεν διέθεταν επαρκή οπλισμό και πολεμοφόδια, αλλά στερούνταν και μιας ηγετικής μορφής που θα συντόνιζε τις διάσπαρτες και κατά κανόνα απειροπόλεμες δυνάμεις τους. Ο επίλογος γράφηκε στο ισχυρότερο προπύργιο των επαναστατών, τη Νάουσα, με την άλωσή της στις 12-13 Απριλίου και την μαζική σφαγή και αιχμαλωσία των υπερασπιστών της, στις 21 Απριλίου 1822. Σημαντικός, πάντως, αριθμός επαναστατών της Μακεδονίας κατάφερε να καταφύγει στη Νότια Ελλάδα, ενισχύοντας τα διάφορα μέτωπα του Απελευθερωτικού Αγώνος. Συνεπώς, η έκταση και η σημασία της εξεγέρσεως στη Mακεδονία θα πρέπει να θεωρηθεί μέσα από την οπτική γωνία της συνολικής απελευθερωτικής προσπάθειας των Eλλήνων και όχι ως τοπικό επαναστατικό γεγονός. Aυτό φάνηκε άλλωστε και στους αντιτουρκικούς αγώνες που ακολούθησαν στη Mακεδονία μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους: οι αγώνες εκείνοι αποτελούσαν ουσιαστική συνέχεια της Eθνεγερσίας του 1821.

Βιβλιογραφία
Για τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες έγιναν αυτές οι αλλαγές βλ. L. S. Stavrianos, The Balkans since 1453, Νέα Υόρκη 1958, σσ. 173-177, 182-186· πρβλ. Ι. Κ. Χασιώτης, Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και η Οθωμανική Αυτοκρατορία , Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 165 κ.ε., 189 κ.ε. Για τις συνέπειές τους στο μακεδονικό εμπόριο βλ. τα στοιχεία που παραθέτει στο βασικό εγχειρίδιό του ο Α. Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969 [στο εξής: Βακαλόπουλος, Ιστορία], σσ. 265 κ.ε., 380 κ.ε.
Ν. Γ. Σβορώνος, Το εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα, Αθήνα 1996, σσ. 213 κ.ε. Πρβλ. Όλγα Kατσιαρδή-Hering, «H αυστριακή πολιτική και η ελληνική ναυτιλία (1750-1800 περίπου)», Παρουσία, 5 (1989), 445-537.
Χασιώτης, ό.π., σσ. 206 κ.ε., 223 κ.ε.
Σβορώνος, Το εμπόριο, σσ. 381 κ.ε. Πρβλ. και τις πηγές για τα χρόνια 1750-1797, που παρουσίασε ο Μ. Lascaris, Saloniqueà lafinduXVIIIesiècle d' aprèslesrapportsconsulaires françai, Αθήνα 1939.
Στις δυσκολίες που συνάντησαν οι Έλληνες στην αψβουργική επικράτεια αναφέρονται με συντομία οι Βακαλόπουλος, Ιστορία, σσ. 367, 407 και Σβορώνος, Το εμπόριο, σσ. 233, 392-393.
Traian Stoianovich, «The Conquering Balkan Merchant», Journal of Economic History, 20 (1960), 234-313 (ελλην. μετάφρ.: «Ο κατακτητής Ορθόδοξος Βαλκάνιος έμπορος», στο H οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, 15ος-19ος αιώνας, επιμ. Σπ. Aσδραχάς, Aθήνα 1979, σσ. 287-345). Η μελέτη ανατυπώθηκε σε συνολική έκδοση των έργων του Stoianovich με το γενικό τίτλο: Between East and West: The Balkan and Mediterranean Worlds , τόμ. 2, Νιού Ρότσιλ/Νέα Υόρκη 1992, σσ. 1-77, όπου θα γίνουν και οι παραπομπές μας. Πρβλ. και A. E. Bακαλόπουλος, Oι Δυτικομακεδόνες απόδημοι επί τουρκοκρατίας (Θεσσαλονίκη, 1958) (ανατύπωση στον τόμο Παγκαρπία Mακεδονικής Γης , Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 403-448), και, αναλυτικότερα, στου ιδίου, Ιστορία της Μακεδονίας, σ. 381,, σσ. 355 κ.ε.
Σβορώνος, ό.π., σσ. 230 κ.ε., 384 κ.ε. Πρβλ. Αθ. Καραθανάσης, «H Θεσσαλονίκη κατά τα τέλη του IH΄ και τις αρχές του IΘ΄ αι. Eιδήσεις από τα γαλλικά αρχεία», Xριστιανική Θεσσαλονίκη. Πρακτικά E΄ Eπιστ. Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 43-52, και Eυ. A. Xεκίμογλου, «Iωάννης Γούτα Kαυταντζιόγλου. Tο πρόσωπο μέσα στην εποχή του», Γρηγόριος Παλαμάς, έτ. 78, αριθ. 758 (Mάιος-Aύγ. 1995), σσ. 407-464.
Σβορώνος, ό.π., σσ. 386-388.
Πρβλ. Tr. Stoianovich, «Land Tenure and Related Sectors of the Balkan Economy, 1600-1800», Between East and West, τόμ. 1, σσ. 4-5.
Σβορώνος, ό.π., σσ. 391 κ.ε.
Για τις συνέπειες της επανάστασης στη Μακεδονία βλ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, σσ. 604-607.
Ν. Γ. Σβορώνος, «Διοικητικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, Μακεδονία: 4.000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, επιμ. Μ. Β. Σακελλαρίου, Αθήνα 1982, σ. 361.
Σβορώνος, «Διοικητικές», σ. 356. Πρβλ. Β. Γούναρης, «Δημογραφικές εξελίξεις στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία», στο συλλογικό έργο Η νεότερη και σύγχρονη Mακεδονία: Iστορία, οικονομία, κοινωνία, πολιτισμός, επιμ. I. Kολιόπουλος - I. K. Xασιώτης, Θεσσαλονίκη 1992, τόμ. 1 [στο εξής: Η νεότερη], σσ. 46-47. Ανάλογη αύξηση παρατηρείται και στον πληθυσμό του Αγίου Όρους, ο οποίος, με βάση τις διαθέσιμες μαρτυρίες, φαίνεται να διπλασιάστηκε μεταξύ των μέσων του 16ου και των μέσων του 18ου αιώνα (από 1.442 σε 2.966 άτομα, από τα οποία τα 2.908 ήταν μοναχοί): Χ. Γ. Πατρινέλης, «Το Άγιον Όρος», Η νεότερη, σ. 126.
Πρβλ. Ι. Κ. Χασιώτης, «Σταθμοί και κυριότερες φάσεις της ιστορίας της Μακεδονίας κατά την Τουρκοκρατία», Η νεότερη, σσ. 16-17.
Γούναρης, ό.π., σ. 46.
Σβορώνος, Το εμπόριο, σσ. 165 κ.ε. Πρβλ. Ι. Κ. Χασιώτης, «H τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη: H πρώτη περίοδος (15ος αι.-1830)», στο συλλογικό έργο Tοις αγαθοίς βασιλεύουσα: Θεσσαλονίκη, ιστορία και πολιτισμός, επιμ. I. K. Xασιώτης, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 140. Το μεγαλύτερο ποσοστό θυμάτων στις επιδημίες αυτές είχε το εβραϊκό στοιχείο: I. S. Emmanuel, HistoiredesIsraélitesde Salonique, Παρίσι 1936, τόμ. 1, σσ. 221, 264-265.
Stoianovich, «The Conquering»,σσ. 12-13, 17· πρβλ. Χασιώτης, «H τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη», σ. 143. Οι προξενικές, πάντως, εκθέσεις επιμένουν περισσότερο στην οικονομική ηγεμονία του ελληνικού στοιχείου της πόλης και λιγότερο στη δημογραφική του άνοδο: Σβορώνος, Το εμπόριο, σσ. 228 κ.ε.
Σβορώνος, «Διοικητικές», σσ. 357-359.
Σβορώνος, Το εμπόριο, σσ. 152 κ.ε., 155 κ.ε.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 295-297, 304-306, 307 κ.ε., 432 κ.ε.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 450 κ.ε.
Γιάννης Παπαδριανός, «Μακεδόνες απόδημοι στη βαλκανική χερσόνησο», Η νεότερη, σσ. 418-435. Πρβλ. Stoianovich, «The Conquering», σσ. 37-41, 73.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 317 κ.ε., 327 κ.ε.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 340 κ.ε.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 506 κ.ε. Πρβλ. Σβορώνος, «Διοικητικές», σσ. 364-368, και Χαρ. Κ. Παπαστάθης, «Η κοινοτική οργάνωση», Η νεότερη, σσ. 85-95.
Παπαστάθης, ό.π., σ. 89.
Χασιώτης, «H τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη», σσ. 141-142, 153.
Χασιώτης, ό.π., σσ. 140-141.
Παπαστάθης, «Η κοινοτική οργάνωση», σσ. 87-88.
Παπαστάθης, ό.π., σσ. 89-90.
Χασιώτης, «Σταθμοί», σ. 23.
Αναδημοσίευση του Συστήματος στου Π. Πέννα, Το Κοινόν Μελενίκου και το σύστημα διοικήσεώς του, Αθήνα 1946, σσ. 23-46.
Παπαδριανός, ό.π., σσ. 423 κ.ε., 431 κ.ε.
Παραδείγματα στου Βακαλόπουλου, Ιστορία, σσ. 395 κ.ε., 415 κ.ε.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 405-406.
Για τα ζητήματα αυτά βλ. Ν. Νικονάνος, «Η μεταβυζαντινή ζωγραφική της Μακεδονίας», Ν. Κ. Μουτσόπουλος, «Τα αρχοντικά της Μακεδονίας: 15ος-19ος αιώνας», Ευθ. Γεωργιάδου-Κούντουρα, «Η λαϊκή τέχνη της Μακεδονίας», 310, και Ελεων. Σκουτέρη-Διδασκάλου, «Όψεις του παραδοσιακού πολιτισμού της Μακεδονίας (19ος-αρχές 20ού αιώνα)", Η νεότερη, σσ. (αντίστοιχα) 177 κ.ε., 264 κ.ε., 310 κ.ε. και 355 κ.ε.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 330 κ.ε. Πρβλ. Αθ. Καραθανάσης, «Τα ελληνικά σχολεία στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία», Η νεότερη, σσ. 146 κ.ε., και Ι. Διαμαντούρου, «Πνευματικός βίος», Μακεδονία: 4.000 χρόνια, σσ. 407-408.
Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 333-340.
Χαρ. Κ. Παπαστάθης, «Η πνευματική ζωή στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη», και Σιδ. Ζιώγου-Καραστεργίου, «Η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη: Η περίοδος της Τουρκοκρατίας», Tοις αγαθοίς βασιλεύουσα, τόμ. 2, σσ. (αντίστοιχα) 217-218 και 241-243, όπου στοιχεία και για τις αντίστοιχες εκπαιδευτικές προσπάθειες στην εβραϊκή και μουσουλμανική κοινότητα της πόλης κατά την ίδια περίοδο.
Ζιώγου-Καραστεργίου, ό.π. σ. 243.
Βλ. την καταγραφή τους στου Στ. Ι. Παπαδόπουλου, Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1970.
Για τις επιδράσεις των παραγόντων αυτών στις αντιτουρκικές κινήσεις στη Μακεδονία κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας βλ. Ι. Κ. Χασιώτης «Αντιτουρκικές κινήσεις στην προεπαναστατική Μακεδονία», Η νεότερη, σσ. 436-457.
Stoianovich, «The Conquering», σσ. 12-13, 68 σημ. 38 (βιβλιογραφία).
Για τη Θεσσαλονίκη: Χασιώτης, «H τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη», σσ. 140-141.
Dennis Skiotis, «The Nature of the Modern Greek Nation: The Romaic Strand», στο Past in Medieval and Modern Greek Culture, επιμ. Sp. Vryonis, Jr., Byzantina kai Metabyzantina, τόμ. 1, Μαλιμπού 1978, σ. 160. Πρβλ. Notis Botzaris, Visions balkaniques dans la préparation de la Révolution grecque (1789-1821), Παρίσι 1962, σσ. 172 κ.ε.
Ι. Κ. Βασδραβέλλης, Αρματολοί και κλέφτες εις την Μακεδονίαν, β΄ έκδ., Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 40-41· πρβλ. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. 4, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 64-66.
Σωτ. Λ. Βαρναλίδης, Ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ζωσιμάς (1686-1746) και η εκκλησιαστική και πολιτική δράσις αυτού, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 78-92.
Βαρναλίδης, ό.π., σσ. 92-119.
Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, σσ. 67 κ.ε., 591 κ.ε. Πρβλ. Ι. Κ. Χασιώτης, Mεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης: Oελληνικός κόσμος στα χρόνια της Tουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 209-215.
Βακαλόπουλος, Ιστορία, σσ. 260-262. Πρβλ. M. I. Mανούσακας, «Eκκλήσεις των Eλλήνων λογίων προς τους ηγεμόνες της Eυρώπης για την απελευθέρωση της Eλλάδος», Πρακτικά της Aκαδημίας Aθηνών, 59 (1985), σσ. 225 κ.ε.
Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, σσ. 71-73.
Χασιώτης, «Αντιτουρκικές κινήσεις», σ. 448.
Χασιώτης, «Αντιτουρκικές κινήσεις», σ. 449.
Χασιώτης, «Αντιτουρκικές κινήσεις», σ. 450.
Βασδραβέλλης, Αρματολοί και κλέφτες, σσ. 51 κ.ε.
Χασιώτης, «Αντιτουρκικές κινήσεις», σ. 450.
Για τους Μακεδόνες συνεργάτες του Ρήγα βλ. Βακαλόπουλος, Ιστορία, σσ. 429-431.
Πρβλ. Βασδραβέλλης, Αρματολοί και κλέφτες, σσ. 26 κ.ε., 46 κ.ε.
Βασδραβέλλης, ό.π., σσ. 62-72.
Βακαλόπουλος, «Nέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και την επανάσταση του Θύμιου Mπλαχάβα στη Θεσσαλία στα 1808», Eπιστ. Eπετ. Φιλοσ. Σχολής Πανεπ. Θεσσαλονίκης, 9 (1965), σσ. 245-250. Πρβλ. Μ. Θ. Λάσκαρις, Έλληνες και Σέρβοι κατά τους απελευθερωτικούς των αγώνας, 1804-1830 , Αθήνα 1936, σσ. 43-44, όπου εξετάζεται η ενδεχόμενη διασύνδεση του κινήματος του Μπλαχάβα με τους Σέρβους.
Λάσκαρις, ό.π., σσ. 26 κ.ε.
Π. Κιτρομηλίδης, Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη , Αθήνα 1990, σσ. 113 κ.ε.
Άρτ. Ξανθοπούλου-Κυριακού, «Η επανάσταση του 1821 και η Μακεδονία», Η νεότερη, σσ. 458-477.
Τελευταία ενημέρωση: 26/02/2007 17:35


Δεν υπάρχουν σχόλια: