Φυσικό αέριο και εξωτερική πολιτική
Ισραήλ, Αραβικός κόσμος, γεωπολιτική και «εθνικό συμφέρον»
Ισραήλ, Αραβικός κόσμος, γεωπολιτική και «εθνικό συμφέρον»
Του Βαγγέλη Πισσία
Η μεγάλη κρίση διέλυσε το όνειρο μετατρέποντάς το σε χίμαιρα. Απέδειξε πως το αντιπαραγωγικό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης –και όχι ανάπτυξης– των τελευταίων δεκαετιών δεν έφερε την ευτυχία, αντίθετα ξεθεμελίωσε την όποια προϋπάρχουσα οικονομική βάση και κοινωνική δομή, εδραιώνοντας ταυτόχρονα νέα ήθη και πρότυπα, αεριτζίδικες δραστηριότητες και επίπλαστες συμπεριφορές. Η «πραγματική οικονομία» ηττήθηκε από έναν ιδιότυπο εγχώριο καζινο-καπιταλισμό και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Συνάμα, η εκσυγχρονιστική επαγγελία αποτελεί το ιδεολογικό περίβλημα μιας νέας κοινωνικής διαστρωμάτωσης και της συνακόλουθης με αυτήν υποκριτικής και ανήθικης νοοτροπίας.
Οικονομική κρίση και εξωτερική πολιτική
Το κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό αντιλαμβάνεται την οικονομική κρίση και την κρίση στις διεθνείς σχέσεις με τον ίδιο τρόπο.
Την πρώτη την διαχειρίζεται πρωταρχικά ως κρίση «ροών», δηλαδή κρίση χρέους, κρίση δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και όχι ως κρίση δομική του εγχώριου συστήματος παραγωγής [υπανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων – αποτελμάτωση του κυρίαρχου μοντέλου κοινωνικών/παραγωγικών σχέσεων– απαξίωση των εργασιακών σχέσεων]. Δεν την αντιλαμβάνεται ως κρίση οργανικής ένταξης της χώρας –με όρους πραγματικής οικονομίας– στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά με όρους οικονομίας «ευκαιριών».
Την δεύτερη την διαχειρίζεται στην εξαιρετικά ρευστή επιφάνεια που διαμορφώνουν εφήμεροι-συγκυριακοί τοπικοί και περιφερειακοί ανταγωνισμοί, εγκλωβίζεται σε τυφλές κινήσεις απλοϊκής ανακλαστικής ταχτικής, χωρίς σχέδιο, χωρίς καν ατζέντα. Πορεύεται, σύμφωνα με φρούδες υποσχέσεις και υποδείξεις ξένων παραγόντων, ανιστόρητα, καιροσκοπικά και πρόσφατα –εις επίρρωση της κενότητας της στρατηγικής της– μυθοπλαστικά, ρίχνοντας ζαριές.
Εσωτερικό μέτωπο, γεωπολιτικές σταθερές και μεταβλητές
Διαχείριση κρίσεως και στα δύο πεδία, της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων, δεν νομιμοποιείται χωρίς υποστηρικτική κοινωνική βάση και χωρίς δικαιακές-πολιτικές αρχές, που από κοινού διαμορφώνουν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό μέτωπο. Για τον λόγο αυτό δεν νοείται αντιμετώπιση της παρούσας γενικής κρίσης χωρίς διεθνείς υποστηριχτές και χωρίς συνεργασίες. Όμως, άλλο η αναζήτηση υποστήριξης ή συνεργασιών κι άλλο η αναζήτηση προστατών ή μεσαζόντων. Στη πρώτη περίπτωση προέχει η κοινωνικό-οικονομική δομή, το γεωπολιτικό πλαίσιο, καθώς και τα εργαλεία-μοχλοί της διαπραγμάτευσης. Διακρίνονται τα σταθερά –μεσομακροπρόθεσμα– συμφέροντα από τα βραχυπρόθεσμα και η προσέγγιση είναι ολιστική. Η στρατηγική χαράσσεται με επίγνωση των τάσεων που προβάλλονται στον γεωοικονομικό χάρτη, όπου οι αναδυόμενες χώρες, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Δ.Ν.Τ., θα αυξήσουν έως το 2050 την συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν από 27% σε 49%, οι Η.Π.Α. θα υποχωρήσουν απ’ το 22% στο 11% και η γηραιά ήπειρος, η Ευρώπη, απ’ το 19% στο 7%... Με ό,τι οι αριθμοί αυτοί συνεπάγονται.
Στη δεύτερη περίπτωση προέχουν οι διεθνείς λέσχες, το λόμπινγκ, οι δημόσιες σχέσεις –με ζεϊμπεκιές ή κουμπαριές αδιάφορο–, η καλή διαγωγή και η προπαγάνδα. Δεν υπάρχουν σταθεροί φίλοι, χώρες και λαοί, υπάρχουν μόνο εφήμερες συμμαχίες, η προσέγγιση των προβλημάτων είναι απλοϊκά αιτιοκρατική: «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Στη περίπτωση αυτή, την υποτίθεται τεχνοκρατική - ορθολογική, δεν υπάρχει αναλυτική σκέψη, υπάρχει –επιεικώς– ρηχός εμπειρισμός και «ολίγη» από θεωρία παιγνίων. Φυσική της συνεπαγωγή, η υπηρετική συμπεριφορά έναντι της αμφιβόλου συνοχής και μηδενικής αλληλεγγύης Δυτικής Συμμαχίας, η αφειδώλευτη παροχή σε αυτήν «διευκολύνσεων» σε κάθε διεθνή στρατιωτική ή παραστρατιωτική εμπλοκή, η σχέση εντελλόμενου προς εντολέα έναντι των τροϊκανών. Συνάμα, η προοπτική αλλαγής της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και η περιθωριοποίηση της Ελλάδας στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι την σπρώχνει [οι καλοθελητές σπεύδουν…] σε εγκλωβισμό στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ και στην σταδιακή μετατροπή της σε ισραηλινή ενδοχώρα.
Από την άλλη μεριά, αποστάσεις, μεγαλύτερες από ποτέ, από την Ρωσία, την Κίνα, τις περισσότερες από τις υπόλοιπες αναδυόμενες χώρες, πολιτική αποδυνάμωση στα Βαλκάνια, εκθεμελίωση παραδοσιακών σχέσεων ιστορικού βάθους με τους αραβικούς λαούς, υιοθέτηση ισλαμοφοβικών συνδρόμων.
Ιστορική παράδοση και τακτικισμός
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι αφοριστικές, ούτε καν «ιδεολογικές».
Πώς αλλιώς, όμως, να εξηγηθεί η προϊούσα καταστροφή των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, σχέσεων που δημιούργησε ο εκεί ελληνισμός, με εξαιρετικό παράδειγμα το παροικιακό φαινόμενο της Αιγύπτου, όπου σε δύσκολες για την φιλόξενη αυτή χώρα καιρούς (πολεμική επέμβαση Άγγλο-Γάλλο-Ισραηλινών του 1956) εκατοντάδες Έλληνες-Αιγυπτιώτες κατατάχτηκαν στον αιγυπτιακό στρατό για να υπερασπιστούν το έδαφός της. Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες πιλότοι του καναλιού του Σουέζ ήταν οι μόνοι από τους ξένους πιλότους που τίμησαν την επιλογή και το θάρρος αυτής της χώρας να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της.
Πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν την εκθεμελίωση αυτών των σχέσεων αυτοί που τώρα υλοποιούν την απόφαση μετατροπής της Ελλάδας –και της Κύπρου– σε ισραηλινό προτεκτοράτο; Έχουν άραγε εικόνα του αιγυπτιακού, του αραβο-ισλαμικού πολύ κοντινού μέλλοντος; Γνωρίζουν τον πολύπλοκο, αντιφατικό, πράγματι ιδιότροπα πολιτισμένο αυτόν κόσμο; Μπορούν να διακρίνουν στους κόλπους του ισχυρά ρεύματα, έως και απελευθερωτικά-εκσυγχρονιστικά [ουσιαστικά και όχι επίπλαστα], που αναδύθηκαν παρακάμπτοντας έστω [γιατί όχι άλλωστε] την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα μέσα από δικές τους γηγενείς διαδρομές; Γνωρίζουν την σημασία της αυριανής Αιγύπτου ή την δυναμική του παρόντος –και προπαντός του αυριανού– αραβο-ισλαμικού όλου (παρά τις εσωτερικές του τριβές και αντιθέσεις) στον ευρύτερο περιφερειακό συσχετισμό, όπου περιλαμβάνονται η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ, η Τουρκία και οι Βαλκανικές χώρες; Γνωρίζουν, τέλος, ότι η αραβο-ισλαμική αντίθεση προς το Ισραήλ, που απορρέει από την μόνιμα επιθετική και υβριστική πολιτική του, αποτελεί δομικό στοιχείο του Μέσο-ανατολικού γεωπολιτικού συστήματος;
Κι αν δεν ενδιαφέρονται για το ήθος στις διεθνείς σχέσεις, κι αν εξαιρούν, από τους όποιους υπολογισμούς τους, τους δεσμούς ανάμεσα σε ιστορικά αδελφωμένους λαούς, κι αν ασκούν διεθνή πολιτική με μοναδικό γνώμονα τον συσχετισμό ισχύος, άραγε, το σημερινό Ισραήλ, το πριν λίγα χρόνια [2006] οικτρά ταπεινωμένο στον μικρό Λίβανο, το κατατάσσουν στις χώρες της περιφέρειας που αυξάνουν την ισχύ τους ή στις χώρες που με την φιλοπόλεμη και αποσταθεροποιητική πολιτική τους σταθερά την απομειώνουν; Πιστεύουν πράγματι ότι αυτό το Ισραήλ θα διακινδυνεύσει την περιφερειακή υπόστασή του για το «χατίρι» της Ελλάδας, αν κάποιο θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο επισυμβεί; Πιστεύουν τέλος ότι, έστω μετά την θητεία των απαξιωμένων Νετανιάχου-Λίμπερμαν, δεν θα υπάρξει πλαίσιο επαναπροσέγγισης Ισραήλ - Τουρκίας;
Ας τα παραμερίσουμε όμως προς στιγμήν όλα αυτά κι ας εξετάσουμε τα πραγματικά δεδομένα της νέας πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που προσφέρεται στον ελληνικό λαό με νέο υλικό-οικονομικό και φαντασιακό περίβλημα, υποσχόμενη ένα νέο όνειρο, μια νέα επαγγελία κι ένα νέο «προστάτη».
Υδρογονάνθρακες, εκτιμήσεις ή ψευδαισθήσεις;
Πριν μιλήσει κανείς για την αξιοποίηση ενός φυσικού πόρου, για τα οφέλη που θα προκύψουν από αυτήν, για την πιθανότητα αυτή τη χώρα να την σώσει εν τέλει όχι ο λαός της αλλά ένας από μηχανής θεός, εύκολα και ξαφνικά, μεταμορφώνοντας την, ίσως, σε νέο Κατάρ, σκόπιμο είναι να αναζητήσει τις πληροφορίες εκείνες που μπορούν να τεκμηριώσουν, κάπως έστω, τις προβλέψεις για τα «καλά νέα»…
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μαίρυλαντ των ΗΠΑ κ. Θ. Καρυώτης αναφέρθηκε πρόσφατα στις «τεράστιες ποσότητες που θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να βοηθήσουν την Ελλάδα όχι μόνο να ξεπεράσει τη βαθειά της οικονομική κρίση αλλά και να πάρει τέτοια ανάσα που θα την τοποθετούσε στην ομάδα των G20».
Η μεγάλη κρίση διέλυσε το όνειρο μετατρέποντάς το σε χίμαιρα. Απέδειξε πως το αντιπαραγωγικό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης –και όχι ανάπτυξης– των τελευταίων δεκαετιών δεν έφερε την ευτυχία, αντίθετα ξεθεμελίωσε την όποια προϋπάρχουσα οικονομική βάση και κοινωνική δομή, εδραιώνοντας ταυτόχρονα νέα ήθη και πρότυπα, αεριτζίδικες δραστηριότητες και επίπλαστες συμπεριφορές. Η «πραγματική οικονομία» ηττήθηκε από έναν ιδιότυπο εγχώριο καζινο-καπιταλισμό και το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Συνάμα, η εκσυγχρονιστική επαγγελία αποτελεί το ιδεολογικό περίβλημα μιας νέας κοινωνικής διαστρωμάτωσης και της συνακόλουθης με αυτήν υποκριτικής και ανήθικης νοοτροπίας.
Οικονομική κρίση και εξωτερική πολιτική
Το κυβερνητικό πολιτικό προσωπικό αντιλαμβάνεται την οικονομική κρίση και την κρίση στις διεθνείς σχέσεις με τον ίδιο τρόπο.
Την πρώτη την διαχειρίζεται πρωταρχικά ως κρίση «ροών», δηλαδή κρίση χρέους, κρίση δημοσιονομική, χρηματοπιστωτική και όχι ως κρίση δομική του εγχώριου συστήματος παραγωγής [υπανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων – αποτελμάτωση του κυρίαρχου μοντέλου κοινωνικών/παραγωγικών σχέσεων– απαξίωση των εργασιακών σχέσεων]. Δεν την αντιλαμβάνεται ως κρίση οργανικής ένταξης της χώρας –με όρους πραγματικής οικονομίας– στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, αλλά με όρους οικονομίας «ευκαιριών».
Την δεύτερη την διαχειρίζεται στην εξαιρετικά ρευστή επιφάνεια που διαμορφώνουν εφήμεροι-συγκυριακοί τοπικοί και περιφερειακοί ανταγωνισμοί, εγκλωβίζεται σε τυφλές κινήσεις απλοϊκής ανακλαστικής ταχτικής, χωρίς σχέδιο, χωρίς καν ατζέντα. Πορεύεται, σύμφωνα με φρούδες υποσχέσεις και υποδείξεις ξένων παραγόντων, ανιστόρητα, καιροσκοπικά και πρόσφατα –εις επίρρωση της κενότητας της στρατηγικής της– μυθοπλαστικά, ρίχνοντας ζαριές.
Εσωτερικό μέτωπο, γεωπολιτικές σταθερές και μεταβλητές
Διαχείριση κρίσεως και στα δύο πεδία, της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων, δεν νομιμοποιείται χωρίς υποστηρικτική κοινωνική βάση και χωρίς δικαιακές-πολιτικές αρχές, που από κοινού διαμορφώνουν τόσο το εσωτερικό όσο και το εξωτερικό μέτωπο. Για τον λόγο αυτό δεν νοείται αντιμετώπιση της παρούσας γενικής κρίσης χωρίς διεθνείς υποστηριχτές και χωρίς συνεργασίες. Όμως, άλλο η αναζήτηση υποστήριξης ή συνεργασιών κι άλλο η αναζήτηση προστατών ή μεσαζόντων. Στη πρώτη περίπτωση προέχει η κοινωνικό-οικονομική δομή, το γεωπολιτικό πλαίσιο, καθώς και τα εργαλεία-μοχλοί της διαπραγμάτευσης. Διακρίνονται τα σταθερά –μεσομακροπρόθεσμα– συμφέροντα από τα βραχυπρόθεσμα και η προσέγγιση είναι ολιστική. Η στρατηγική χαράσσεται με επίγνωση των τάσεων που προβάλλονται στον γεωοικονομικό χάρτη, όπου οι αναδυόμενες χώρες, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Δ.Ν.Τ., θα αυξήσουν έως το 2050 την συμμετοχή τους στο παγκόσμιο ακαθάριστο προϊόν από 27% σε 49%, οι Η.Π.Α. θα υποχωρήσουν απ’ το 22% στο 11% και η γηραιά ήπειρος, η Ευρώπη, απ’ το 19% στο 7%... Με ό,τι οι αριθμοί αυτοί συνεπάγονται.
Στη δεύτερη περίπτωση προέχουν οι διεθνείς λέσχες, το λόμπινγκ, οι δημόσιες σχέσεις –με ζεϊμπεκιές ή κουμπαριές αδιάφορο–, η καλή διαγωγή και η προπαγάνδα. Δεν υπάρχουν σταθεροί φίλοι, χώρες και λαοί, υπάρχουν μόνο εφήμερες συμμαχίες, η προσέγγιση των προβλημάτων είναι απλοϊκά αιτιοκρατική: «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Στη περίπτωση αυτή, την υποτίθεται τεχνοκρατική - ορθολογική, δεν υπάρχει αναλυτική σκέψη, υπάρχει –επιεικώς– ρηχός εμπειρισμός και «ολίγη» από θεωρία παιγνίων. Φυσική της συνεπαγωγή, η υπηρετική συμπεριφορά έναντι της αμφιβόλου συνοχής και μηδενικής αλληλεγγύης Δυτικής Συμμαχίας, η αφειδώλευτη παροχή σε αυτήν «διευκολύνσεων» σε κάθε διεθνή στρατιωτική ή παραστρατιωτική εμπλοκή, η σχέση εντελλόμενου προς εντολέα έναντι των τροϊκανών. Συνάμα, η προοπτική αλλαγής της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής και η περιθωριοποίηση της Ελλάδας στο νέο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι την σπρώχνει [οι καλοθελητές σπεύδουν…] σε εγκλωβισμό στον άξονα ΗΠΑ-Ισραήλ και στην σταδιακή μετατροπή της σε ισραηλινή ενδοχώρα.
Από την άλλη μεριά, αποστάσεις, μεγαλύτερες από ποτέ, από την Ρωσία, την Κίνα, τις περισσότερες από τις υπόλοιπες αναδυόμενες χώρες, πολιτική αποδυνάμωση στα Βαλκάνια, εκθεμελίωση παραδοσιακών σχέσεων ιστορικού βάθους με τους αραβικούς λαούς, υιοθέτηση ισλαμοφοβικών συνδρόμων.
Ιστορική παράδοση και τακτικισμός
Οι διαπιστώσεις αυτές δεν είναι αφοριστικές, ούτε καν «ιδεολογικές».
Πώς αλλιώς, όμως, να εξηγηθεί η προϊούσα καταστροφή των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο, σχέσεων που δημιούργησε ο εκεί ελληνισμός, με εξαιρετικό παράδειγμα το παροικιακό φαινόμενο της Αιγύπτου, όπου σε δύσκολες για την φιλόξενη αυτή χώρα καιρούς (πολεμική επέμβαση Άγγλο-Γάλλο-Ισραηλινών του 1956) εκατοντάδες Έλληνες-Αιγυπτιώτες κατατάχτηκαν στον αιγυπτιακό στρατό για να υπερασπιστούν το έδαφός της. Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες πιλότοι του καναλιού του Σουέζ ήταν οι μόνοι από τους ξένους πιλότους που τίμησαν την επιλογή και το θάρρος αυτής της χώρας να υπερασπιστεί την ανεξαρτησία της.
Πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν την εκθεμελίωση αυτών των σχέσεων αυτοί που τώρα υλοποιούν την απόφαση μετατροπής της Ελλάδας –και της Κύπρου– σε ισραηλινό προτεκτοράτο; Έχουν άραγε εικόνα του αιγυπτιακού, του αραβο-ισλαμικού πολύ κοντινού μέλλοντος; Γνωρίζουν τον πολύπλοκο, αντιφατικό, πράγματι ιδιότροπα πολιτισμένο αυτόν κόσμο; Μπορούν να διακρίνουν στους κόλπους του ισχυρά ρεύματα, έως και απελευθερωτικά-εκσυγχρονιστικά [ουσιαστικά και όχι επίπλαστα], που αναδύθηκαν παρακάμπτοντας έστω [γιατί όχι άλλωστε] την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα μέσα από δικές τους γηγενείς διαδρομές; Γνωρίζουν την σημασία της αυριανής Αιγύπτου ή την δυναμική του παρόντος –και προπαντός του αυριανού– αραβο-ισλαμικού όλου (παρά τις εσωτερικές του τριβές και αντιθέσεις) στον ευρύτερο περιφερειακό συσχετισμό, όπου περιλαμβάνονται η Ελλάδα, η Κύπρος, το Ισραήλ, η Τουρκία και οι Βαλκανικές χώρες; Γνωρίζουν, τέλος, ότι η αραβο-ισλαμική αντίθεση προς το Ισραήλ, που απορρέει από την μόνιμα επιθετική και υβριστική πολιτική του, αποτελεί δομικό στοιχείο του Μέσο-ανατολικού γεωπολιτικού συστήματος;
Κι αν δεν ενδιαφέρονται για το ήθος στις διεθνείς σχέσεις, κι αν εξαιρούν, από τους όποιους υπολογισμούς τους, τους δεσμούς ανάμεσα σε ιστορικά αδελφωμένους λαούς, κι αν ασκούν διεθνή πολιτική με μοναδικό γνώμονα τον συσχετισμό ισχύος, άραγε, το σημερινό Ισραήλ, το πριν λίγα χρόνια [2006] οικτρά ταπεινωμένο στον μικρό Λίβανο, το κατατάσσουν στις χώρες της περιφέρειας που αυξάνουν την ισχύ τους ή στις χώρες που με την φιλοπόλεμη και αποσταθεροποιητική πολιτική τους σταθερά την απομειώνουν; Πιστεύουν πράγματι ότι αυτό το Ισραήλ θα διακινδυνεύσει την περιφερειακή υπόστασή του για το «χατίρι» της Ελλάδας, αν κάποιο θερμό ελληνοτουρκικό επεισόδιο επισυμβεί; Πιστεύουν τέλος ότι, έστω μετά την θητεία των απαξιωμένων Νετανιάχου-Λίμπερμαν, δεν θα υπάρξει πλαίσιο επαναπροσέγγισης Ισραήλ - Τουρκίας;
Ας τα παραμερίσουμε όμως προς στιγμήν όλα αυτά κι ας εξετάσουμε τα πραγματικά δεδομένα της νέας πραγματικότητας. Μιας πραγματικότητας που προσφέρεται στον ελληνικό λαό με νέο υλικό-οικονομικό και φαντασιακό περίβλημα, υποσχόμενη ένα νέο όνειρο, μια νέα επαγγελία κι ένα νέο «προστάτη».
Υδρογονάνθρακες, εκτιμήσεις ή ψευδαισθήσεις;
Πριν μιλήσει κανείς για την αξιοποίηση ενός φυσικού πόρου, για τα οφέλη που θα προκύψουν από αυτήν, για την πιθανότητα αυτή τη χώρα να την σώσει εν τέλει όχι ο λαός της αλλά ένας από μηχανής θεός, εύκολα και ξαφνικά, μεταμορφώνοντας την, ίσως, σε νέο Κατάρ, σκόπιμο είναι να αναζητήσει τις πληροφορίες εκείνες που μπορούν να τεκμηριώσουν, κάπως έστω, τις προβλέψεις για τα «καλά νέα»…
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μαίρυλαντ των ΗΠΑ κ. Θ. Καρυώτης αναφέρθηκε πρόσφατα στις «τεράστιες ποσότητες που θα μπορούσαν μακροπρόθεσμα να βοηθήσουν την Ελλάδα όχι μόνο να ξεπεράσει τη βαθειά της οικονομική κρίση αλλά και να πάρει τέτοια ανάσα που θα την τοποθετούσε στην ομάδα των G20».